- τσιτσί
- το, Ν(στην γλώσσα τών νηπίων) το κρέας, καθώς και κάθε φαγητό από κρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας σχηματισμένη από τον αρχ. τ. τιτθίον «μικρός μαστός». Ανάλογοι τ. απαντούν στο παιδικό λεξιλόγιο και άλλων γλωσσών (πρβλ. ιταλ. ciccia, σλαβ. tsitsa)].
Dictionary of Greek. 2013.